« Παιχνίδια του πολιτικού
λόγου »
Ο πολιτικός λόγος, περισσότερο από άλλες
μορφές γλωσσικής επικοινωνίας, αποσκοπεί στο να οδηγήσει στην πράξη : στο να
ψηφίσει ο πολίτης αυτό ή εκείνο το κόμμα που θα κυβερνήσει τη χώρα ή θα
αποτελεί τη φωνή του στο Κοινοβούλιο. Οι στρατηγικές που έχει στη διάθεση του
είναι κυρίως δύο : η λογική επικοινωνιακή προσέγγιση και η βιωματική (
συγκινησιακή ). Η πρώτη είναι η δύσκολη στρατηγική της λογικής, η δεύτερη η ευκολότερη στρατηγική του συναισθήματος.
Ιδανική για τον πολιτικό λόγο είναι η
στρατηγική της πειθούς, συνδυασμένη με περιορισμένης έκτασης συγκινησιακές
απηχήσεις. Ο πολιτικός λόγος της πειθούς είναι αποδεικτικός λόγος. Στηρίζεται
στο επιχείρημα, στην απόδειξη της αλληλουχίας των πράξεων και υποσχέσεων που
συνιστά την αξιοπιστία του πολιτικού λόγου, σε μελετημένο σχεδιασμό με
συγκεκριμένα προγράμματα, σε καθαρό περίγραμμα αρχών και θέσεων, σε
δημιουργικές και αποτελεσματικές προτάσεις που μπορούν να επιλύσουν σημαντικά
και υπαρκτά προβλήματα του πολίτη, καθώς και σε οράματα που μπορούν να
εμπνεύσουν τον πολίτη.
Από την άλλη μεριά, ο πολιτικός λόγος του συνθήματος ενεργοποιεί και εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα του πολίτη : φόβους, άγχος, αγανάκτηση, μίσος, φανατισμό, συμπάθεια, χαρά, ενθουσιασμό κ.λ.π. Συνήθης τακτική στη ρητορική του πολιτικού λόγου που απευθύνεται στο συναίσθημα του ψηφοφόρου είναι η κινδυνολογία : η πρόκληση φόβου από ποικίλους επερχόμενους κινδύνους, τους οποίους καλείται να αποτρέψει ο πολίτης ψηφίζοντας συγκεκριμένο κόμμα.
Η ρητορική του πολιτικού λόγου χρησιμοποιεί αντίθετες τακτικές, ανάλογα αν ανήκει στο κόμμα που κυβερνά ή στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Είναι πλήρως καταξιωτική στον πολιτικό λόγο του κυβερνώντος κόμματος και εντελώς απαξιωτική στο λόγο της αντιπολίτευσης. Ο κυβερνητικός λόγος μιλάει καταξιωτικά για σημαντικό έργο που έχει συντελεστεί, για γνώση των θεμάτων, για επιτυχείς χειρισμούς κ.λ.π. Ο αντιπολιτευτικός λόγος είναι προβλέψιμα απαξιωτικός : ανυπαρξία έργου από κυβερνών κόμμα, άγνοια των θεμάτων, ανικανότητα χειρισμών κ.λ.π. Αυτή η σύγκρουση κλονίζει τελικά την αξιοπιστία του πολιτικού λόγου στη συνείδηση των κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, ικανοποιεί δε μόνο την ψυχολογία των πολιτών – οπαδών, οι οποίοι αρέσκονται και στο τέλος εθίζονται να ακούν ό,τι συμφωνεί με τις πολιτικές τους επιλογές.
Ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα έχει πάρει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή του κομματικού λόγου. Πρόκειται για έναν στρατευμένο πολιτικό λόγο, ο οποίος χρησιμοποιεί μια ρητορική εύκολα προβλέψιμη και γι΄ αυτό χαμηλής πληροφορικότητας και μικρού ενδιαφέροντος. Ένα αίσθημα κορεσμού, μια δυσαρέσκεια που φθάνει ακόμη και σε απέχθεια προς την πολιτική, προς τους πολιτικούς, προς τον πολιτικό λόγο είναι, νομίζω απόρροια της συνειδητοποίησης ότι ο πολιτικός δεν αρθρώνει δικό του λόγο, δεν μιλάει αυθόρμητα και, επομένως, παράγει έναν προκατασκευασμένο και δεσμευμένο λόγο. Με την έννοια αυτή, η ρητορική ενός κομματικά δεσμευμένου πολιτικού λόγου καταλήγει σε μια μορφή ξύλινης γλώσσας, σ’ έναν άκαμπτο, ξηρό και υποταγμένο λόγο.
Γ. Μπαμπινιώτης