ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ
· α) στο τέλος μιας περιόδου, για να δηλώσει την ολοκλήρωση του νοήματος της
· β) στις συντομογραφίες
Ø Άνω τελεία: δηλώνει μία παύση του λόγου που διαρκεί λιγότερο από την τελεία και περισσότερο από το κόμμα και συνήθως χρησιμοποιείται:
· α) στο τέλος μιας περιόδου και στην αρχή μιας άλλης που συμπληρώνει ή διασαφηνίζει το νόημα της πρώτης
· β) στο χωρισμό δύο μερών μιας φράσης που συνδέονται μεταξύ τους με τη νοηματική σχέση της αντίθεσης.
Ø Κόμμα: δηλώνει μία μικρή παύση του λόγου ανάμεσα σε λέξεις ή προτάσεις, για να προσδιορίσει τη θέση τους μέσα στην περίοδο.
Ø Θαυμαστικό: η χρήση του προσδίδει οικειότητα, ζωντάνια, αμεσότητα και παραστατικότητα. Εκφράζει επίσης έντονες συναισθηματικές καταστάσεις (έκπληξη, θαυμασμό, επιδοκιμασία, φόβο, λύπη, αποδοκιμασία, ειρωνεία, ανησυχία).
Ø Παρένθεση:
· α) περιέχει λέξεις ή φράσεις που διασαφηνίζουν, επεξηγούν και συμπληρώνουν τα λεγόμενα αλλά θα μπορούσαν και να παραλειφθούν.
Ø Ερωτηματικό:
· α) διατυπώνει την απορία του πομπού
· β) εκφράζει τον προβληματισμό του πομπού με αμεσότητα, ζωντάνια, παραστατικότητα και προσδίδει διαλογικό χαρακτήρα στο κείμενο.
· γ) μέσα σε μια πρόταση, μετά το τέλος μιας λέξης και εντός παρένθεσης (;), με σκοπό να δηλωθεί ειρωνεία ή αμφιβολία για την αξιοπιστία όσων έχουν προηγηθεί.
Ø Εισαγωγικά:
· α) περικλείουν τα λόγια κάποιου που μεταφέρονται αυτούσια
· β) παροιμίες και ρητά
· γ) μεταφορική χρήση μιας λέξης
· δ) ειρωνική διάθεση
· ε) ειδικοί όροι
· στ) τίτλοι βιβλίων, εφημερίδων κ.λπ.
Ø Αποσιωπητικά: συνοδεύουν φράσεις που έμειναν ανολοκλήρωτες λόγω συγκίνησης, ντροπής ή φράσεις με ολοκληρωμένο νόημα που χρωματίζονται με έναν τόνο περιφρόνησης, ειρωνείας ή απειλής.
Ø Παύλα: χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αλλαγή προσώπου σε ένα διάλογο.
Ø Διπλή παύλα: χρησιμεύει, για να περικλείσει παρέμβλητα νοήματα, που είναι όμως απαραίτητα για τη νοηματική πληρότητα του λόγου.
Επιμέλεια: Ιωάννης Κανακούδης (Φιλόλογος)