« Η εσχάτη των ποινών – έσχατη πλάνη »
Η επαναφορά της θανατικής ποινής θα συνιστούσε έσχατη πλάνη. Γιατί η θανατική ποινή είναι ηθικά και πολιτιστικά απαράδεκτη, πρακτικά περιττή, ως ατελέσφορη και δημοκρατικά ανεπίτρεπτη και επικίνδυνη.
Η θανάτωση
ενός ανθρώπου δεν μπορεί ηθικά και λογικά να συνιστά στο πλαίσιο του σύγχρονου
Ποινικού Δικαίου. Διότι το Δίκαιο αυτό, με βάση τις ηθικοκοινωνικές μας
αντιλήψεις, που διαμορφώθηκαν σε μια πολιτισμική πορεία αιώνων, από τα χρόνια
του Διαφωτισμού, πρέπει να αυτοπεριορίζεται και με τις κυρώσεις του να επιδιώκει
αποκλειστικά την επίτευξη κοινωνικών στόχων. Για ένα τέτοιο Ποινικό Δίκαιο, η
επιβολή ποινής αποτελεί αποκλειστικά κοινωνική και γι’ αυτό εγκόσμια υπόθεση.
Μια ποινή, συνεπώς, που αφαιρεί τη ζωή, παύει να είναι κοινωνικό, εγκόσμιο
μέτρο.
Αυτό, δηλαδή, που κάνει ο δράστης μιας ανθρωποκτονίας και που συνιστά ακριβώς τη βαθύτερη ουσία του εγκληματικού χαρακτήρα της πράξης του, ότι δηλαδή περιφρονεί το νόημα της ανθρώπινης ζωής, δεν επιτρέπεται να το διαπράττει και η ίδια η κοινωνία με το Δίκαιο της και να το αποκαλεί ποινή, η οποία μάλιστα αποβλέπει στο να « διδάξει » σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή.
Αλλά και ως μέσο εκφοβισμού και συγκράτησης των πολλών από την τέλεση εγκλημάτων, η θανατική ποινή είναι απολύτως ακατάλληλη ως αναποτελεσματική. Γιατί ο δράστης που τελεί τα βαριά εγκλήματα, είτε τα διαπράττει σε κατάσταση ακραίας συναισθηματικής έκρηξης, οπότε δεν είναι σε θέση να λογαριάσει ψύχραιμα τις συνέπειες είτε τα τελεί με μεγάλη ψυχρότητα, « επαγγελματικά » και τότε εκείνο που σταθμίζει είναι πολύ περισσότερο οι πρακτικές πιθανότητες διαφυγής και όχι το είδος της ποινής που επισύρει η πράξη του είτε, τέλος, είναι πρόσωπο διανοητικά καθυστερημένο, ώστε να μην είναι σε θέση να σταθμίσει τις οποιεσδήποτε συνέπειες. Γι΄ αυτό το λόγο έχει αποδειχθεί στατιστικά ότι η ύπαρξη της θανατικής ποινής δεν επηρεάζει και δε μειώνει ούτε στο ελάχιστο την εγκληματικότητα.
Αντίθετα, μάλιστα, έχει διαπιστωθεί ότι η ύπαρξη της θανατικής ποινής και η εκτέλεση της, συνιστά μία από τις πιο βάρβαρες εκδηλώσεις της ανθρώπινης κοινωνίας, όχι μόνο δεν ενισχύει το γενικό πνεύμα σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή αλλ’ απεναντίας το υποσκάπτει. Διότι καλλιεργεί στην κοινή γνώμη, μια νοοτροπία που σχετικοποιεί την αξία της ζωής, με το να δικαιώνει την αφαίρεση της από την πολιτεία.
Τέλος, η θανατική ποινή είναι ασυμβίβαστη και με τη φύση της δημοκρατικής πολιτείας. Ένας από τους βαθύτερους λόγους εμμονής στη χρησιμότητα της θανατικής ποινής είναι, κατά τη γνώμη μου, και το γεγονός ότι η ποινή αυτή αποτελεί την πιο δραστική επίδειξη δύναμης της κρατικής εξουσίας. Έτσι, η ύπαρξη της θανατικής ποινής στηρίζει και ενισχύει την αυθεντία της κρατικής εξουσίας και την αδίστακτη δύναμη επιβολής της. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι η κρατική αυθεντία στηρίζεται στο φόβο των πολιτών μπροστά στην ωμή δύναμη του κράτους κι έτσι σ’ ένα σκόπιμο χάσμα ανάμεσα στην εξουσία και το λαό. Μια τέτοια στήριξη όμως της κρατικής αυθεντίας είναι βασικά αντίθετη προς τη φύση της δημοκρατικής πολιτείας.
Γι’ αυτό το λόγο η ύπαρξη της θανατικής ποινής είναι και βαθύτατα αντισυνταγματική. Γιατί, σύμφωνα με το Σύνταγμα ( άρθρο 2, παρ. 1 ), « ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας ». Η προστασία όμως της αξίας του ανθρώπου και η άσκηση των ατομικών του δικαιωμάτων, που απορρέουν από την αξία του αυτή, προϋποθέτουν λογικά και πρακτικά τη φυσική του ύπαρξη. Αυτό ακριβώς το « δικαίωμα στη ζωή » και στην αξία του ανθρώπου, προς την οποία οφείλεται κατά το Σύνταγμα απόλυτος σεβασμός, προσβάλλει η θανατική ποινή και γι’ αυτό το λόγο είναι αντισυνταγματική.
Γ. Α. Μαγκάκη