Συνώνυμα
- αγοραίος = αγενής, απρεπής, χυδαίος
- αγοράζω = προμηθεύομαι, ψωνίζω
- αγορεύω = δημηγορώ, ρητορεύω
- αγόρευση = διάλεξη, ομιλία
- αγοραπωλησία = δοσοληψία, εμπόριο
- αμφιβολία = αμηχανία, αμφιταλάντευση, σκεπτικισμός
- αμφιβάλλω = αμφιταλαντεύομαι, δυσπιστώ
- αμφίβολος = αβέβαιος, άδηλος, ακαθόριστος, αόριστος
- αναβάλλω = καθυστερώ
- αναμφίβολος = αναμφισβήτητος, βέβαιος
- ανυπέρβλητος = αξεπέραστος
- απόβλητα = απορρίμματα, λύματα
- διαβάλλω =
διασύρω, δυσφημώ, συκοφαντώ
- διαβολή = συκοφαντία
- εισβολέας = επιδρομέας
- καταβάλλω = πληρώνω, νικώ
- μεταβάλλω = αλλάζω, διαφοροποιώ, μεταποιώ,
μετασχηματίζω, μετατρέπω
- προσβολή = βρισιά, εξευτελισμός, επίθεση
- υπερβολικός = υπέρμετρος
- υποβολέας = υποκινητής