Κινούμενα γράμματα

Φροντιστήρια "Μπαχαράκη" Η Εκπαίδευση στις καλύτερες στιγμές της

25 Ιουλ 2012

Το γλωσσικό ιδίωμα του Ν. Σουλίου Σερρών

Το γλωσσικό ιδίωμα του Νέου Σουλίου Σερρών



 










Το Νέο Σούλι είναι κωμόπολη η οποία απέχει 81/2 χλμ. από την πόλη των Σερρών. Οι κάτοικοί του είναι καθαρώς γηγενείς χωρίς προσμείξεις. Κατά την απογραφή του 1991 ανέρχονται στους 2.071. Η κύρια ασχολία των κατοίκων του Νέου Σουλίου είναι η γεωργία και τα κύρια προϊόντα τα οποία παράγονται είναι ο καπνός και τα δημητριακά.


Οι Νεοσουλιώτες στο καθημερινό τους λεξιλόγιο χρησιμοποιούν λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ατόφιες ή ελαφρά παραφθαρμένες. Πρέπει να τονίσουμε ότι δέχτηκαν και τουρκικές και σλαβικές επιδράσεις. Η γλώσσα του χωριού επηρεάσθηκε από δουλεία πέντε αιώνων και από δύο βουλγαρικές κατοχές [1917-18 και 1941-44].

Η κοινωνία του Νέου Σουλίου ως τη δεκαετία του '50 παρέμεινε κλειστή αγροτική. Μικρό είναι το ποσοστό των νέων, οι οποίοι άφηναν το χωριό για σπουδές ή για άλλους λόγους. Και γι’ αυτό το λόγο το λεξιλόγιο του χωριού κατά ένα μεγάλο ποσοστό παρέμεινε βαρύ, δωρικό. Εξαιτίας των μετακινήσεων των νέων από το χωριό προς την πόλη και της ανάμειξης των Μ.Μ.Ε., κυρίως της τηλεόρασης, σιγά - σιγά η παλαιά λεκτική διάλεκτος τείνει να εξαφανιστεί.
Καλό είναι να μαθαίνουν οι νεότεροι και να θυμούνται οι παλαιότεροι

'Ενα ασυνήθιστο γλωσσικό φαινόμενο στο Νέο Σούλι είναι ότι δεν τηρείται ο νόμος της τρισυλλαβίας στον τονισμό. Δηλαδή παρατηρείται τονισμός πέραν της προπαραλήγουσας αλλά μόνο σε ρήματα π.χ. ίφιραμι [=φέραμε], ίξιριμι [=ξέραμε], πήγιναμι [=πηγαίναμε], ήθιλαμι [=θέλαμε] κ.λπ.

Επίσης παρατηρείται ένας άλλος γλωσσικός ιδιωτισμός, η κατάληξη -τσι στο β' ενικό πρόσωπο της προστακτικής. 'Ετσι συχνά ακούγονται οι λέξεις: πλύτσι [=πλύσου], κοιμήτσι [=κοιμήσου], πιρπάτσι [=περπάτησε], νίπτσι [= να νιφτείς, να πλυθείς] κ.λπ.

Σ' αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε την κατάληξη - ουδ' στα υποκοριστικά. Στο Νέο Σούλι σπάνια θα ακούσουμε: κοριτσάκι, παιδάκι, σπιτάκι, δρομάκι, νεράκι, ψωμάκι, κατηφοράκι. Αντί αυτών: κουρτσούδ', πιδούδ', σπιτούδ', δρουμούδ', νιρούδ’, ψουμούδ', κατφουρούδ'.

Συνηθισμένο φαινόμενο είναι η μετάθεση συμφώνων: άσπηρ, μαύηρ, αντί άσπρη, μαύρη, γιό μ’, αντί γιος μου κ.λπ.

Συνήθης είναι η χρήση του "γιατί" και του "αφού" π.χ. «έλα να σι πω δε βαστώ γιατί» [=γιατί δεν αντέχω].

Εντύπωση μας προκαλεί και η κατάληξη -σκα, -σκι στους ιστορικούς χρόνους των ρημάτων π.χ. καταλάβηνισκα, πήγινισκι [=καταλάβαινα, πήγαινε].

Παράξενος είναι και ο σχηματισμός της προστακτικής στην περιοχή των Σερρών. Στο Νέο Σούλι όπως πρωτύτερα αναφέραμε κυριαρχεί η κατάληξη -τσι [=πλύτσι], [=νίφτσι], ενώ αλλού ακούγεται η κατάληξη -θους [πλυθούς] ή θκι [πλύθκι = πλύσου, κοιμήθ' κι = κοιμήσου] π.χ. «παντρευτούς και γκαστρωθούς να δω τη λιβιντια σ’» [που είναι μια παροιμία όπου αποδεικνύεται η αξιοσύνη της γυναίκας μέσα από τους δύο σταθμούς της ζωής της].

Η λέξη "χρεία" έμεινε άφθαρτη ως και στις μέρες μας. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε ανάγκη, και στο χωριό σήμαινε αποχωρητήριο. Και στις μέρες μας η ερμηνεία της λέξεως
"χρεία" αντικαταστάθηκε από τη γαλλική λέξη τουαλέτα. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνικότατη αυτή λέξη αποσύρθηκε από τη σημερινή μας ομιλία για τους εξής δυο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι θεωρήθηκε χωριάτικη και ο δεύτερος λόγος ότι δεν ακουγόταν τόσο "όμορφα". Υπάρχουν και άλλες ελληνικότατες λέξεις που όπως είναι φυσικό μιλιούνται από τους γεροντότερους, αλλά όχι από τους νεότερους γιατί δεν τις θεώρησαν και τόσο εύηχες.

'Αλλη μια λέξη χαρακτηριστική είναι ο "αγός". Χρησιμοποιείται ειδικά για το αυλάκι που υπήρχε στην άκρη του δρόμου στα παλιά χρόνια και από κει κυλούσε το νερό που προερχόταν από τις κοινοτικές βρύσες [σουλνάρια]. Ανά διαστήματα, ως και την δεκαετία του '50, βρισκόταν και ένα σουλ’νάρ ανά 50 - 100 μέτρα. Η λέξη σουλ’νάρ προέρχεται [από τη λέξη > σωλήν > σωλήνα > σωληνάριο]. Τα νερά που κυλούσαν στο αυλάκι ήταν ο λεγόμενος "άγος", και προέρχεται από την ελληνικότατη λέξη "αγωγός". Και όλα αυτά τα νερά ακολουθώντας τον αγό κάθε δρόμου ενώνονταν με άλλους μεγαλύτερους που διέσχιζαν το χωριό και χύνονταν στο χείμαρρο για να ποτίσουν τα χωράφια [Παλιόπκαδα, πλατανούδ'].

'Αλλη μια λέξη που καταλαβαίνουμε ότι και αυτή είναι αρχαία ελληνική είναι το ρήμα "απείκασα" = κατάλαβα και χρησιμοποιείται στον αόριστο. Με την παρακάτω πρόταση θα δούμε πως η λέξη αυτή είναι ελληνικότατη: «Γύρ' σις άκιρα δεν σ’ απείκασα καθόλου».

Κι από εδώ καταλαβαίνουμε ότι και η λέξη "άκιρα" είναι αρχαία και η ερμηνεία της προτάσεως είναι: ότι γύρισες αργά και δεν σε αντιλήφθηκα.

Από το "αράς, -άδος" [απ' όπου η αράδα] έγινε το ρήμα αραδίζω = περπατώ.

Αξιοσημείωτο είναι και το ρήμα "θέκω" -έθηκα. Αυτό το ρήμα το χρησιμοποιούν οι γεωργοί στη φυτεία του καπνού το Μάιο.

Αξιοσημείωτη είναι η λέξη "αγγειά". Ακόμη και σήμερα οι γέροντες χρησιμοποιούν αυτήν την λέξη, όπως π.χ. στην φράση : «'Ελα να πλύν’ς τ' αγγειά» που η σημασία της λέξεως είναι τα πιάτα.

Μια όχι και τόσο εύηχη λέξη είναι "αρή" που σήμερα αντικαθίσταται απ' τη λέξη "καλέ"». Η λέξη "αρή" προέρχεται από το μωρή και το μωρή σε "αρή". Δύο εύχρηστες προτάσεις με το "αρή" που τις χρησιμοποιούσαν και τις χρησιμοποιούν στο καθημερινό τους λεξιλόγιο είναι οι εξής: «τι κάν'ς, αρή;» και «για που το' βαλες, αρή;»

θα συνεχίσουμε με λέξεις που χρησιμοποιούνται στο χωριό και που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία ελληνική γλώσσα:

Ούρια [αβγά]: κλούβια. Η λέξη "ούρια" προέρχεται από το "ορρός" - το υδατώδες μέρος του γάλακτος εξ ου και ο "ορρός"
Ζούδια - Υποκοριστικό του "ζώα" αλλά τη λέξη ως συνήθως τη χρησιμοποιούν μεταφορικά π.χ. «δουλεύουν σα ζούδια (=κρυφά)»
Κηδεύω = φυλάγω
Λείξα [=λιχουδιά]. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα λείχω="γλείφω", εξ ου και ο λείξουρος δηλαδή αυτόν που του αρέσουν τα γλυκά
'Ορκος [=πύον]. Προέρχεται από τη λέξη "έλκος"=πληγή. Το -λ- έγινε -ρ- κατ' αναλογίαν, όπως το "αδελφός" έγινε "αδερφός"
Αγωνιούμι [=σπεύδω], βιάζομαι. Από το: αγωνιώ, -ώμαι
Αμπλώχνω [=βάζω μέσα], φυτεύω. Η ετυμολογία της μας οδηγεί στο "εμπολιάζω" - εμβολιάζω [έμβολο]
Ανήγατος [=αφόρετος]. Από το νέος + γείνω
Φτίνα [=βυτίνα], πήλινο αγγείο όπου έβαζαν λάδι ή ελιές. Είναι η αρχαία λέξη "πυτίνη" και είναι υποκοριστικό το "βυτίον"
Αθκάνη [=δουκάνη]. Η λέξη βγαίνει από την αρχαία λέξη "τυκάνη". Η αθκάνη ήταν μια επιμήκης πλατειά σανίδα και στην κάτω επιφάνεια υπήρχαν μπηγμένα χαλίκια, στουρναρόπετρες. Τη σανίδα αυτήν την έσερναν βόδια ή άλογα στο αλώνισμα
Ραγάνα [=ο συχνά ενοχλητικός]. Παράγεται από το "ρήγω" [ρήγνυμι, ρηγνύω] και είναι δωρικός τύπος αντί του "ρηγάνη". Από τη ραγάνα προήλθε και το ρήμα "ραγανίζω"
Τσιρβούλ'[ία] [=Τα τσιρβούλια ήταν ελαφριά υποδήματα φτιαγμένα από δέρμα ζώου ιδίως χοίρου]. Στο χωριό τα φορούσαν ως τη δεκαετία του '40 και πιο πολύ στην Βουλγαρική κατοχή. Γιατί εκείνη την εποχή τα παπούτσια ήταν είδος πολυτελείας
Προμηθεύω [=παραινώ, συμβουλεύω]
Προσαψίδια [=ξερά χόρτα για προσάναμμα]. Από το "προσάπτω"
Νιάμα [=ανανεώνω το χωράφι που άφησα για λίγο χρόνο αργό, για να το καλλιεργήσω ξανά]. Η λέξη αυτή είναι αρχαία ελληνική και βγαίνει από το ρήμα "νεάω"=οργώνω χέρσα γη
Μουλώνω [=δεν μιλώ]. Η λέξη παράγεται από το ομηρικό "μόνη" και είναι παρόμοιο με το ρήμα μύω=κλείνω τα χείλη. Μια φράση που χρησιμοποιείται και σήμερα είναι «Εσύ μούλουνι» δηλαδή εσύ να μη μιλάς
Σνιουρίζουμι [=συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι]. Από το συνερίζω=συνερίζομαι
Νιτριχιάζουμι [=ανατριχιάζω]
Κουνίδια [=αβγά από ψείρες]. Από το "γονίδια"
Γκουντουζί [=κοντοζύγι]
Ξιστοχώ [=αστοχώ, ξεχνώ]
θάμπουσι [=νύχτωσε]. Από το: "θάμβος>θαμβώνω>θαμπώνω"
Μάχνα [=φόρα]. Από το λατινικό "magna"=μεγάλη, δυνατή, σφοδρή
Γκλέφορους [=μέτωπο]. Πρόκειται για τη λέξη "βλέφαρο"
Νιμίζω [=ανακατεύω, κινώ]. Μια χαρακτηριστική φράση που ακούγεται στο χωριό «Δεν ψόφισι, νομίγιτι ακόμα». Πιθανότητα είναι το ρήμα "αναμεινγύω", "μείγνυμι", "μίσγω"- Αναμειγνύω, άρα κινώ, ανακινώ
Αφκριούμι [=αφουγκράζομαι]
Δοντάγρα [=εργαλείο με το οποίο έβγαζαν τα χαλασμένα δόντια]. Είναι σύνθετη λέξη από το "οδούς-οδόντος" + "αγρεύω" (=κυνηγώ, συλλαμβάνω)
Κ'λίκ' [=τσουρέκι]. Είναι το "κυκλίσκιον" των αρχαίων=μικρή πίτα που προέρχεται από τη λέξη "κύκλος" + υποκοριστική κατάληξη -ίσκιον.
Σκάρα [=ηλιάστρα των καπνών που χρησιμοποιείται το καλοκαίρι σ' όλα τα Δαρνακοχώρια]. Σκάρα ονομάστηκε από το σχήμα της, είναι η αρχαία λέξη "εσχάρα"
Μάνισε [=θύμωσε]. Το ρήμα μάς οδηγεί στη "μήνιν" (=οργή των αρχαίων)
Λάμωσα [=λάσπωσα (τα παπούτσια)]. Η λέξη πιθανότατα από την "ιλύν" των αρχαίων που σήμαινε λάσπη. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα "Λαμώματα" που είναι τοποθεσία στα νότια του χωριού και ονομάστηκε έτσι από τις φερτές ύλες και τη λάσπη που κατεβάζει ο χείμαρρος
Αστριχιά [=η προεξέχουσα στέγη από κεραμίδια]. Η ετυμολογία είναι αληθοφανής αν υποθέσουμε ότι όστρακα ή οστρακοειδούς σχήματος κεραμίδια χρησιμοποιούσαν παλιά στη στέγη των σπιτιών. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή με επιφύλαξη το σημειώνουμε η λέξη "αστριχιά" σχετίζεται με το "τρέχω", γιατί εμπόδιζε να τρέχουν τα νερά της βροχής ή από το "στέγω" (=στεγάζω)
Κράκωρα [=βράχια]. Πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία λέξη ακρώρεια=κορυφή , ράχη του βουνού. Στο Ν. Σούλι υπάρχει και ο "κριάκουρ' μαχαλάς" δηλαδή είναι η γειτονιά στην οποία υπάρχουν πολλά βράχια
Λίχνητήρι [=γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα (το χωρισμό του σταριού από το άχυρο)]. Είναι το αρχαίο "λικμητήριον"
Πυρουστιά [=εργαλείο που χρησιμεύει ως υποστήριγμα πάνω στη φωτιά για να βράσουμε κάτι]. Είναι δηλαδή "πυρός εστία". Υπήρχε και ομαδικό παιχνίδι με το ίδιο όνομα
Μπρουμάχους [=πυρίμαχος ή πυρομάχος]. Η λέξη διασώθηκε σχεδόν ατόφια από την αρχαιότητα
Υπάρχουν και αρκετές λέξεις αντιδάνεια δηλαδή λέξεις ελληνικής προελεύσεως που πέρασαν από λεξιλόγιο άλλων λαών και επανήλθαν αλλοιωμένες, φαινομενικά τουρκικές αλλά με ελληνικότατη ρίζα:
Κιλίφι [=περικάλυμμα προσκέφαλου]. Δεν είναι άλλη από τη λέξη "κέλυφος"
Ναφιλέ [=άδικα, άσκοπα]. Προέρχεται από την ελληνική λέξη "ανώφελο"=ανωφελώς. Κι αυτή η λέξη είναι τουρκικό αντιδάνειο. Το ίδιο συνέβη και με τη λέξη "σουλ'ναρ'".
Κλουτ' ς [=θεωρούμενη σλαβική λέξη που χρησιμοποιείται στο Ν. Σούλι και πιο πολύ στο παιχνίδι κορόνα - γράμματα. Όταν το νόμισμα σταθεί όρθιο πρόκειται για την αρχαία ελληνική λέξη "κλοιός"]
'Αλλες λέξεις:
Αβγατίζου [=αυξάνω, πληθαίνω, τελειώνω γρήγορα]
Αβδέλλα [=δίστομο σκουλήκι για τράβηγμα αίματος]
'Αβουλους [=χωρίς ανέσεις]
'Αγαρμπους [=άκομψος, αλλόκοτος]
Αδερφουπαίδ [=ανεψιός]
Αερισμούς [=αεράτος, θαρραλέος]
Αυλιάκ'ς [=άνεργος]
Ακαντί [=ό,τι έπρεπε, κατάλληλο]
Ακιρίζουμι [=αργώ, καθυστερώ]
Αλιτρόχειρ [=λαβή του αλετριού]
Αλ' τσιακ'ς [=φοβιτσιάρης]
Απόμνα= [έμεινα πίσω κουράστηκα]
Βακούφκου [=έκταση ή κτίσμα που ανήκει σε εκκλησία και προέρχεται από δωρεά]
Βάνα [=πήλινη κανάτα]
Βζαράς [=κοιλαράς]
Βιρνικουμένους [=γυαλιστερός]
Βότρυδα [=σκόρος, σκουλήκι που τρώει τα ρούχα]
Βρουχώνω [=τρυπώνω, κρύβομαι]
Γαλατσίδα [=αγριόχορτο που ο χυμός του είναι σαν το γάλα]
Γιαπράκ [=σαρμάδακι]
Γκινίκης [=αδιάφορος]
Γκιουλές [=μεγάλη πέτρα]
Γρατσανίτσα [=ο χοντρός]
Δαίμονας [=δραστήριος]
Δαμάλ' [=θηλυκό μοσχάρι]
Διξίμ' [=βαφτιστικό]
Ευφλου [=το μαλακό ζυμάρι]
Ζογάρ [=κυνηγετικό σκυλί]
Ζαρκουτ = τούμπα]
Ζμπουρίζου [=συζητώ]
Ζούρσι [=παλαβομάρα, τρέλα]
Ηλιουντοσ' μου [=ανατολή]
θανά [=τάχα, μήπως]
Ιτήρ' [=αρωματικό λουλούδι]
Καλ'τάτας [=ο νονός]
Καλίτσα [=κρασοκανάτα]
Καλούπ' [=η μήτρα, η φόρμα που μέσα στοιβάζουν τα καπνά]
Καρντακούδα [=μικρό κουδούνι που κρέμεται απ' το λαιμό μικρού ζώου]
Καάκ' [=στραγγιστό γιαούρτι]
Λαμώνου [=λερώνω]
Λιάγκουβους [=μικροκαμωμένος]
Λιμόρια [=νεκροταφείο]
Μαλάς [=το μυστρί]
Μαλιουκάτ' [=κακός άνθρωπος]
Μαξούς [=επίτηδες]
Μπαΐρ [=βουνό]
Ναβάλ'ς [=ο χαζός]
Νιάνια [=η μεγάλη γιαγιά]
Νταμώνου [=ενώνω]
Ξιπανιλώ [=λιώνω]
Ξιπατώνου [=ξεριζώνω]
Ούρα [=ζήτω]
'Οχτας [=χωμάτινος τοίχος]
Παμπόρ [=χαρταετός]
Πάπδεις [=οι παππούδες]
Παρασόλ' [=ομπρέλα]
Παρούλα [=χειραψία]
Πλαϊτό [=το τρέξιμο]
Πόφκα [=το ψέμα]
Ριφινές [=ίση συμμετοχή στα έξοδα]
Σαντέδκους [=ο γνήσιος ανόθευτος καπνός]
Σιασιρμάς [=χαμός]
Σινί [=μεγάλο ταψί ειδικό για το ψήσιμο πίτας]
Τούπκα [=κατακόμβη]
Τσιατάλ' [=διχάλα]
Τσιβρές [=μεγάλη άσπρη μαντίλα για τον ήλιο]
Τσούρλους [=απόστημα του σώματος, σπυρί με πύον]
Φκέλ' [=η δικέλλα]
Φλίκ [=θηλιά]
Φνίκ' [=ο λοβός του αρακά ή της φασολιάς]
Χαΐνταμάκ'ς [=μάγκας]
Χαλάλ' [=ευχαρίστως]
Χλιαρουθήκ' [=κουταλοθήκη]
Χτικιάζου [=παθαίνω φυματίωση, αδυνατίζω πολύ]
Ψαρής [=γκρίζο άλογο]
Ω λε λε [=ωχ! αχ! κλάμα]
Ω λελελα [=η κραυγή που βγαίνει όταν κλαίει κάποιος]

ΠΗΓΗ:http://abnet.agrino.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φροντιστήρια Μπαχαράκη

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ιωάννης Κανακούδης

Ιωάννης Κανακούδης
Ιωάννης Κανακούδης - Προϋπόθεση Επιτυχίας

Επισκέπτες

Πρόσφατες Δημοσιεύσεις

Η " Οξύνοια " στο Facebook

Αναγνώστες

Λογότυπος